κηρυκτός

κηρυκτός
κηρυκτός, -ή, -όν (Α) [κηρύσσω]
αυτός που έγινε γνωστός, αυτός που προκηρύχθηκε με δημόσιο κήρυκα («κηρυκτός στέφανος», επιγρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιεροκήρυκτος — ἱεροκήρυκτος, ον (Μ) αυτός που κηρύχθηκε ως ιερός από την εκκλησία («ἱεροκήρυκτος ἡμέρα», Στουδ. Θεόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κηρυκτος (< κηρύττω), πρβλ. α κήρυκτος, ανα κήρυκτος] …   Dictionary of Greek

  • θεοκήρυκτος — θεοκήρυκτος, ον (Μ) αυτός που κηρύχθηκε από τον θεό. επίρρ... θεοκηρύκτως με θείο κήρυγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κήρυκτος (< κηρύσσω), πρβλ. α κήρυκτος] …   Dictionary of Greek

  • НАРОДНОЕ ВОССТАНИЕ —    • Tumultus (от tumeo),          то же самое, что seditio; первоначально так называлась внезапная военная опасность или необъявленная война (α̉κήρυκτος πόλεμος) в противоположность bellum. Набранные в такую войну солдаты назывались milites… …   Реальный словарь классических древностей

  • καρυκτός — καρυκτός, ή, όν (Α) (δωρ. τ.) βλ. κηρυκτός …   Dictionary of Greek

  • κηρυκτικός — κηρυκτικός, ή, όν (Α) [κηρυκτός] 1. κηρυκικός* 2. τίτλος ενός λόγου που αποδίδεται στον Μέγα Αθανάσιο …   Dictionary of Greek

  • παντοκήρυκτος — ον, Α αυτός που έχει παγκόσμια δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + κηρύσσω (πρβλ. α κήρυκτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”